Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ βουλευτή Εύβοιας του ΣΥΡΙΖΑ
ΕΙΘΙΣΤΑΙ στη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης οι πολιτικές δυνάμεις να παρουσιάζουν τις προτάσεις τους για την ανάπτυξη της χώρας. Και ο αγροτικός χώρος είναι από αυτούς που μπορούν να συμβάλουν γιατί δεν είναι μόνο ένας τομέας παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών αλλά κι ένας δυναμικός και διαρκώς ανανεώσιμος φυσικός πόρος και μάλιστα με υψηλή ανταποδοτικότητα σε πυκνό χρόνο.
Επιπλέον αποτελεί και τη δραστηριότητα εκείνη που διασφαλίζει την επιβίωση ενός λαού, πόσω μάλλον του δικού μας, που το 50% και πλέον έχει σχέση συμπληρωματική, είτε με απασχόληση είτε με ενίσχυση.
Ομως οι οικονομικοί του δείκτες δείχνουν ότι η πολιτεία δεν έχει συνειδητοποιήσει την αξία του, αφού πορεύεται εδώ και τρεις δεκαετίες χωρίς σχέδιο εθνικής πολιτικής δράσης, εμμένοντας στην αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στις ευρωπαϊκές επιταγές, χωρίς κι αυτές να έχουμε καταφέρει να τις διαχειριστούμε σωστά. Η αδυναμία αυτή κατέστησε την ελληνική γεωργία τοπίο επιδοτούμενων μονοκαλλιεργειών, με αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της, αλλά και της διατροφικής μας επάρκειας, μεταλλάσσοντας ταυτόχρονα την ύπαιθρο οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά.
Απαιτείται, λοιπόν, άμεσα η συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου που θα προσεγγίσει την αγροτική δραστηριότητα με συγκεκριμένες πολιτικές κατά κλάδο και περιφέρεια και θα τις εντάξει σε ένα ευρύτερο όραμα παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Ολα αυτά βέβαια προϋποθέτουν ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ΚΑΠ θα στηρίξει την ποιότητα και το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών και θα ανακατανείμει τους πόρους υπέρ των μεσογειακών προϊόντων και σε εθνικό επίπεδο η εφαρμογή των κλαδικών πολιτικών θα προσαρμοστεί στην πολλαπλότητα και πολυμορφία της ελληνικής γεωργίας και στις τοπικές απαιτήσεις και ιδιαιτερότητες.
Με αφετηρία τη στήριξη των κοινωνικών αναγκών και εργαλείο τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, το σχέδιο αυτό πρέπει να έχει ως βασικές στοχεύσεις την επαρκή κάλυψη των διατροφικών αναγκών της χώρας και τη δυναμική προώθηση της παραγωγής προϊόντων με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Η πρώτη στόχευση απαιτεί την εισαγωγή μέτρων για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας σε σημείο που να καλύπτει κι ένα μεγάλο μέρος του ελλείμματος των 2 δισ. ευρώ (13,6% του συνόλου των εισαγωγών) στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, που κυρίως οφείλεται σε ζωοκομικά προϊόντα. Τέτοια μέτρα είναι το εθνικό σχέδιο γενετικής βελτίωσης και αξιοποίησης των φυλών των αγροτικών ζώων, η στήριξη καλλιέργειας πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών φυτών για ζωοτροφές, η άμεση ρύθμιση εκκρεμών ζητημάτων βοσκοτόπων και άλλα.
Η δεύτερη στόχευση υπηρετείται με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας. Κι αυτή επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων παραδοσιακών μας προϊόντων, όπως ελαιολάδου, ελιάς, ροδάκινων, πορτοκαλιών, σουλτανίνας κ.λπ., καθώς και άλλων με διεισδυτικότητα στις ξένες αγορές, όπως κρόκου, σπαραγγιών, αρωματικών φυτών κ.λπ.
Στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να συμβάλει και μια προστιθέμενη αξία, που μπορεί να προκύψει μέσα από την παραγωγή ευρέος φάσματος ποιοτικών και τυποποιημένων προϊόντων. Κάθε μονάδα προστιθέμενης αξίας μπορεί να προσδώσει όχι μόνο πολλαπλάσια αύξηση της απασχόλησης αλλά και αύξηση στο αγροτικό ΑΕΠ κατά 5%, χωρίς αυτό να σημαίνει αύξηση της τιμής του καταναλωτή, αρκεί να αντιμετωπιστεί το υπερβολικό ποσοστό των μεσαζόντων του χώρου.
Τα επείγοντα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο σχέδιο είναι πολλά, όπως:
- Η ηλικιακή διάρθρωση των απασχολουμένων. Το 55% είναι πάνω από 55 ετών και μόνο το 7% είναι κάτω των 35, δηλαδή ο αγροτικός κόσμος ολοένα και γερνάει. Οι δυνατότητες απασχόλησης που προσφέρει ο χώρος στους νέους αγρότες δεν είναι ενθαρρυντικές. Πρέπει να υπάρξει στήριξη που δεν θα περιορίζεται μόνο σε ένα γενικό μοίρασμα αγροτεμαχίων, αλλά και στη διάσταση της βιωσιμότητας των εκμεταλλεύσεων και παράλληλα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μόνιμη παραμονή των νέων στην ύπαιθρο.
- Το κόστος παραγωγής. Είναι και το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση και απαιτεί την άμεση επίλυση των ζητημάτων που έχουν σχέση με το κόστος παραγωγής (ενέργεια, ΦΠΑ, εφόδια κ.λπ.)
- Η χρηματοδότηση του χώρου. Η κατάργηση της αγροτικής πίστης με το ξεπούλημα της ΑΤΕ έχει προκαλέσει, λόγω της ελλιπούς χρηματοδότησης, τη μείωση της αγροτικής παραγωγής κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας προμήθειας των απόλυτα αναγκαίων εφοδίων, αλλά και ζωοτροφών. Πρέπει να υπάρξει χρηματοδοτικό εργαλείο, είτε με την επαναφορά της ΑΤΕ είτε με την ίδρυση νέου εξειδικευμένου πιστωτικού φορέα, και
- Η οργάνωση των συνεταιρισμών σε νέες βάσεις. Χρειάζεται ένα καινούργιο ξεκίνημα στο συνεταιριστικό χώρο για να βρει εκείνη τη συνεργατική έκφραση που θα τον μετατρέψει σε ουσιαστικό εκφραστή και υπηρέτη των αγωνιών του Ελληνα αγρότη.
Είναι φανερό ότι όλα αυτά χωρίς παραγωγικές επενδύσεις δεν γίνονται. Κι όταν λέμε επενδύσεις, εννοούμε κατά προτεραιότητα αυτές που θα δώσουν το στίγμα των εξελίξεων και θα αποτελέσουν την «ατμομηχανή» της ανάπτυξης.
Δημόσιες ή και ιδιωτικές, που θα επικεντρώνονται σε κρίσιμα θέματα και θα «μοχλεύουν» (κινητοποιούν) διπλάσια και τριπλάσια άλλα κεφάλαια. Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνεται απαραίτητη η επαναφορά στον ευρύτερο δημόσιο τομέα των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, που ιδιωτικοποιήθηκαν πρόσφατα και η αξιοποίησή τους ως εργαλείο για την πραγματική ανάπτυξη.
Αυτή η αναγκαία αλλαγή πορείας και η επανεκκίνηση της αγροτικής οικονομίας, όμως, θα ευδοκιμήσει και θα αποκτήσει μόνιμα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, μόνο αν αντιμετωπισθούν η μνημονιακή πολιτική και η χρόνια πολιτική των κομματικών σκοπιμοτήτων στο χώρο.
ΕΙΘΙΣΤΑΙ στη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης οι πολιτικές δυνάμεις να παρουσιάζουν τις προτάσεις τους για την ανάπτυξη της χώρας. Και ο αγροτικός χώρος είναι από αυτούς που μπορούν να συμβάλουν γιατί δεν είναι μόνο ένας τομέας παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών αλλά κι ένας δυναμικός και διαρκώς ανανεώσιμος φυσικός πόρος και μάλιστα με υψηλή ανταποδοτικότητα σε πυκνό χρόνο.
Επιπλέον αποτελεί και τη δραστηριότητα εκείνη που διασφαλίζει την επιβίωση ενός λαού, πόσω μάλλον του δικού μας, που το 50% και πλέον έχει σχέση συμπληρωματική, είτε με απασχόληση είτε με ενίσχυση.
Ομως οι οικονομικοί του δείκτες δείχνουν ότι η πολιτεία δεν έχει συνειδητοποιήσει την αξία του, αφού πορεύεται εδώ και τρεις δεκαετίες χωρίς σχέδιο εθνικής πολιτικής δράσης, εμμένοντας στην αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στις ευρωπαϊκές επιταγές, χωρίς κι αυτές να έχουμε καταφέρει να τις διαχειριστούμε σωστά. Η αδυναμία αυτή κατέστησε την ελληνική γεωργία τοπίο επιδοτούμενων μονοκαλλιεργειών, με αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της, αλλά και της διατροφικής μας επάρκειας, μεταλλάσσοντας ταυτόχρονα την ύπαιθρο οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά.
Απαιτείται, λοιπόν, άμεσα η συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου που θα προσεγγίσει την αγροτική δραστηριότητα με συγκεκριμένες πολιτικές κατά κλάδο και περιφέρεια και θα τις εντάξει σε ένα ευρύτερο όραμα παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Ολα αυτά βέβαια προϋποθέτουν ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ΚΑΠ θα στηρίξει την ποιότητα και το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών και θα ανακατανείμει τους πόρους υπέρ των μεσογειακών προϊόντων και σε εθνικό επίπεδο η εφαρμογή των κλαδικών πολιτικών θα προσαρμοστεί στην πολλαπλότητα και πολυμορφία της ελληνικής γεωργίας και στις τοπικές απαιτήσεις και ιδιαιτερότητες.
Με αφετηρία τη στήριξη των κοινωνικών αναγκών και εργαλείο τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, το σχέδιο αυτό πρέπει να έχει ως βασικές στοχεύσεις την επαρκή κάλυψη των διατροφικών αναγκών της χώρας και τη δυναμική προώθηση της παραγωγής προϊόντων με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Η πρώτη στόχευση απαιτεί την εισαγωγή μέτρων για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας σε σημείο που να καλύπτει κι ένα μεγάλο μέρος του ελλείμματος των 2 δισ. ευρώ (13,6% του συνόλου των εισαγωγών) στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, που κυρίως οφείλεται σε ζωοκομικά προϊόντα. Τέτοια μέτρα είναι το εθνικό σχέδιο γενετικής βελτίωσης και αξιοποίησης των φυλών των αγροτικών ζώων, η στήριξη καλλιέργειας πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών φυτών για ζωοτροφές, η άμεση ρύθμιση εκκρεμών ζητημάτων βοσκοτόπων και άλλα.
Η δεύτερη στόχευση υπηρετείται με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας. Κι αυτή επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων παραδοσιακών μας προϊόντων, όπως ελαιολάδου, ελιάς, ροδάκινων, πορτοκαλιών, σουλτανίνας κ.λπ., καθώς και άλλων με διεισδυτικότητα στις ξένες αγορές, όπως κρόκου, σπαραγγιών, αρωματικών φυτών κ.λπ.
Στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να συμβάλει και μια προστιθέμενη αξία, που μπορεί να προκύψει μέσα από την παραγωγή ευρέος φάσματος ποιοτικών και τυποποιημένων προϊόντων. Κάθε μονάδα προστιθέμενης αξίας μπορεί να προσδώσει όχι μόνο πολλαπλάσια αύξηση της απασχόλησης αλλά και αύξηση στο αγροτικό ΑΕΠ κατά 5%, χωρίς αυτό να σημαίνει αύξηση της τιμής του καταναλωτή, αρκεί να αντιμετωπιστεί το υπερβολικό ποσοστό των μεσαζόντων του χώρου.
Τα επείγοντα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο σχέδιο είναι πολλά, όπως:
- Η ηλικιακή διάρθρωση των απασχολουμένων. Το 55% είναι πάνω από 55 ετών και μόνο το 7% είναι κάτω των 35, δηλαδή ο αγροτικός κόσμος ολοένα και γερνάει. Οι δυνατότητες απασχόλησης που προσφέρει ο χώρος στους νέους αγρότες δεν είναι ενθαρρυντικές. Πρέπει να υπάρξει στήριξη που δεν θα περιορίζεται μόνο σε ένα γενικό μοίρασμα αγροτεμαχίων, αλλά και στη διάσταση της βιωσιμότητας των εκμεταλλεύσεων και παράλληλα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μόνιμη παραμονή των νέων στην ύπαιθρο.
- Το κόστος παραγωγής. Είναι και το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση και απαιτεί την άμεση επίλυση των ζητημάτων που έχουν σχέση με το κόστος παραγωγής (ενέργεια, ΦΠΑ, εφόδια κ.λπ.)
- Η χρηματοδότηση του χώρου. Η κατάργηση της αγροτικής πίστης με το ξεπούλημα της ΑΤΕ έχει προκαλέσει, λόγω της ελλιπούς χρηματοδότησης, τη μείωση της αγροτικής παραγωγής κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας προμήθειας των απόλυτα αναγκαίων εφοδίων, αλλά και ζωοτροφών. Πρέπει να υπάρξει χρηματοδοτικό εργαλείο, είτε με την επαναφορά της ΑΤΕ είτε με την ίδρυση νέου εξειδικευμένου πιστωτικού φορέα, και
- Η οργάνωση των συνεταιρισμών σε νέες βάσεις. Χρειάζεται ένα καινούργιο ξεκίνημα στο συνεταιριστικό χώρο για να βρει εκείνη τη συνεργατική έκφραση που θα τον μετατρέψει σε ουσιαστικό εκφραστή και υπηρέτη των αγωνιών του Ελληνα αγρότη.
Είναι φανερό ότι όλα αυτά χωρίς παραγωγικές επενδύσεις δεν γίνονται. Κι όταν λέμε επενδύσεις, εννοούμε κατά προτεραιότητα αυτές που θα δώσουν το στίγμα των εξελίξεων και θα αποτελέσουν την «ατμομηχανή» της ανάπτυξης.
Δημόσιες ή και ιδιωτικές, που θα επικεντρώνονται σε κρίσιμα θέματα και θα «μοχλεύουν» (κινητοποιούν) διπλάσια και τριπλάσια άλλα κεφάλαια. Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνεται απαραίτητη η επαναφορά στον ευρύτερο δημόσιο τομέα των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, που ιδιωτικοποιήθηκαν πρόσφατα και η αξιοποίησή τους ως εργαλείο για την πραγματική ανάπτυξη.
Αυτή η αναγκαία αλλαγή πορείας και η επανεκκίνηση της αγροτικής οικονομίας, όμως, θα ευδοκιμήσει και θα αποκτήσει μόνιμα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, μόνο αν αντιμετωπισθούν η μνημονιακή πολιτική και η χρόνια πολιτική των κομματικών σκοπιμοτήτων στο χώρο.
---όπως δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 15/9/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου