Παρά την εξαιρετική του ποιότητα, το ελληνικό
λάδι απουσιάζει από τα γερμανικά σούπερ μάρκετ. Στην αγορά κυριαρχεί το
ιταλικό ελαιόλαδο, που αναμειγνύεται με ελληνικό ώστε να βελτιωθεί
ποιοτικά.
Το ιταλικό ελαιόλαδο κατέχει
σχεδόν μονοπωλιακή θέση στη γερμανική αγορά με ένα ποσοστό που φτάνει το
70%. Το ισπανικό και το ελληνικό λάδι αρκούνται έτσι σε ένα ποσοστό 10%
το καθένα. Σύμφωνα με τον Γιοχάνες Άιζενμπαχ, συντονιστή ενός δικτύου
περίπου 1000 μικρών και μεσαίων παραγωγών βιολογικού λαδιού από την
Ελλάδα και την Κύπρο, το ελληνικό λάδι αδικείται ιδιαίτερα.
Σε συνέδριο του γερμανικού ιδρύματος Χανς Ζάιντελ στις αρχές Νοεμβρίου
στη Λέσβο ο κ. Άιζενμπαχ αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το ιταλικό λάδι
αναμειγνύεται με ελληνικό με σκοπό την ποιοτική και γευστική βελτίωση
του πρώτου, ώστε να πληροί τις προδιαγραφές που απαιτούνται για την
πώλησή του στη γερμανική αγορά.
Ο Γιοχάνες
Άιζενμπαχ έκανε και μια συγκεκριμένη πρόταση: «Έλληνες παραγωγοί και
συνεταιρισμοί θα πρέπει να μην πουλήσουν για 4 χρόνια λάδι σε Ιταλούς
αγοραστές. Μόνο έτσι θα μπορούσε η Ελλάδα -υπό προϋποθέσεις- να πουλήσει
η ίδια αυτό το ποσοστό του 20% ελληνικού ελαιολάδου που περιέχεται στα
ιταλικά λάδια».
Ωστόσο, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο κ. Άιζενμπαχ, μία τόσο ριζοσπαστική λύση δεν θα ήταν η ενδεδειγμένη. Προτιμότερο θα ήταν να ακολουθήσει η Ελλάδα έναν πιο χρονοβόρο και επίπονο δρόμο, προσπαθώντας να ανοίξει μόνη της το δρόμο προς τη γερμανική αγορά. Σε αυτό το πεδίο οι Έλληνες έχουν πολλά να μάθουν από τις ιταλικές εταιρίες διανομής, οι οποίες μέσα από μία συνεργασία δεκαετιών καλλιέργησαν σχέσεις εμπιστοσύνης και συνέπειας με τα γερμανικά σούπερ μάρκετ.
Τροχοπέδη το αυξημένο κόστος παραγωγής και μεταφοράς
Ωστόσο, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο κ. Άιζενμπαχ, μία τόσο ριζοσπαστική λύση δεν θα ήταν η ενδεδειγμένη. Προτιμότερο θα ήταν να ακολουθήσει η Ελλάδα έναν πιο χρονοβόρο και επίπονο δρόμο, προσπαθώντας να ανοίξει μόνη της το δρόμο προς τη γερμανική αγορά. Σε αυτό το πεδίο οι Έλληνες έχουν πολλά να μάθουν από τις ιταλικές εταιρίες διανομής, οι οποίες μέσα από μία συνεργασία δεκαετιών καλλιέργησαν σχέσεις εμπιστοσύνης και συνέπειας με τα γερμανικά σούπερ μάρκετ.
Τροχοπέδη το αυξημένο κόστος παραγωγής και μεταφοράς
Ανασταλτικά για το ελληνικό ελαιόλαδο λειτουργεί και το μεγαλύτερο
κόστος παραγωγής και μεταφοράς σε σχέση με το αντίστοιχο ιταλικό. Αυτό
οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι οι ελαιώνες βρίσκονται συχνά σε πλαγιά,
όπου δεν έχουν πρόσβαση αγροτικά μηχανήματα, αλλά και στις μεγαλύτερες
αποστάσεις που χωρίζουν την Ελλάδα από τη δυτική Ευρώπη.
Όπως λέει όμως ο Κωνσταντίνος Πρωτούλης, ιδιοκτήτης επιχείρησης εμφιάλωσης στη Λέσβο, υπάρχουν και άλλοι αρνητικοί παράγοντες: «Ενδογενή προβλήματα έχουν να κάνουν με τη νοοτροπία των παραγόντων, οι οποίοι τα τελευταία 30 χρόνια έχουν μάθει να συντηρούνται με τις επιδοτήσεις, ευρωπαϊκές και κρατικές. (σ.σ.Πρέπει) να αλλάξουν νοοτροπία και να βγουν στο χωράφι, να καλλιεργήσουν με τις σωστές πρακτικές και την καθοδήγηση υπεύθυνων γεωπόνων και λειτουργών».
Με αυτόν τον τρόπο μπορεί, σύμφωνα με τον κ. Πρωτούλη, να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου. Ο ίδιος κατάφερε μαζί με το Γερμανό εμπορικό του συνεργάτη Μπάστιαν Γιόρνταν να εισχωρήσει μερικώς και στη γερμανική αγορά. Η οικογένεια Γιόρνταν κατοικεί στη Λέσβο τα τελευταία 20 χρόνια παράγοντας ελαιόλαδο που προωθεί σε γερμανικά γκουρμέ εστιατόρια. Το βήμα για τα ράφια των γερμανικών σούπερ μάρκετ δεν έχει γίνει ακόμη. Για κάτι τέτοιο απαιτείται ο συνεταιρισμός των Ελλήνων παραγωγών, ώστε να μπορούν να υπάρξουν εγγυήσεις ότι θα τηρούνται οι συμφωνίες ποιότητας και ποσότητας του ελαιολάδου.
Συνέπεια έναντι της αγοράς και του καταναλωτή
Όπως λέει όμως ο Κωνσταντίνος Πρωτούλης, ιδιοκτήτης επιχείρησης εμφιάλωσης στη Λέσβο, υπάρχουν και άλλοι αρνητικοί παράγοντες: «Ενδογενή προβλήματα έχουν να κάνουν με τη νοοτροπία των παραγόντων, οι οποίοι τα τελευταία 30 χρόνια έχουν μάθει να συντηρούνται με τις επιδοτήσεις, ευρωπαϊκές και κρατικές. (σ.σ.Πρέπει) να αλλάξουν νοοτροπία και να βγουν στο χωράφι, να καλλιεργήσουν με τις σωστές πρακτικές και την καθοδήγηση υπεύθυνων γεωπόνων και λειτουργών».
Με αυτόν τον τρόπο μπορεί, σύμφωνα με τον κ. Πρωτούλη, να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου. Ο ίδιος κατάφερε μαζί με το Γερμανό εμπορικό του συνεργάτη Μπάστιαν Γιόρνταν να εισχωρήσει μερικώς και στη γερμανική αγορά. Η οικογένεια Γιόρνταν κατοικεί στη Λέσβο τα τελευταία 20 χρόνια παράγοντας ελαιόλαδο που προωθεί σε γερμανικά γκουρμέ εστιατόρια. Το βήμα για τα ράφια των γερμανικών σούπερ μάρκετ δεν έχει γίνει ακόμη. Για κάτι τέτοιο απαιτείται ο συνεταιρισμός των Ελλήνων παραγωγών, ώστε να μπορούν να υπάρξουν εγγυήσεις ότι θα τηρούνται οι συμφωνίες ποιότητας και ποσότητας του ελαιολάδου.
Συνέπεια έναντι της αγοράς και του καταναλωτή
Εξαιρετική σημασία έχει κατά τον Μπάστιαν Γιόρνταν και η στάση που θα
τηρηθεί έναντι των καταναλωτών. «Αυτό που μπορεί να κάνει κανείς», λέει,
«είναι να πει ότι έχει κάτι που δεν έχουν οι άλλοι και ότι όποιος το
αγοράσει θα επωφεληθεί. Δεν πουλάμε μόνο το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, που
είναι το ανώτερο ποιοτικά, αλλά και το παρθένο , το οποίο έχει λόγο
ύπαρξης και το πουλάμε ως αυτό που είναι. Στις μέρες μας πωλείται στα
σούπερ μάρκετ σχεδόν αποκλειστικά έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, αν και
παράγεται κυρίως παρθένο. Υπάρχει επομένως μία απάτη την οποία μπορούμε
να σταματήσουμε μέσω της ειλικρίνειας».
Στοιχείο-κλειδί για την εμπορική καταξίωση του ελληνικού λαδιού είναι λοιπόν η σωστή ενημέρωση των καταναλωτών, η οποία απαιτεί χρόνο. Επιπρόσθετα χρειάζεται η δημιουργία δομών διανομής και προώθησης σε συνδυασμό με μία στρατηγική μάρκετινγκ, η οποία θα βασίζεται στη διαφάνεια έναντι του καταναλωτή. Εξάλλου η μέση κατανάλωση ελαιολάδου στη Γερμανία παραμένει ακόμη, με 0,85 λίτρα κατά κεφαλή, σχετικά περιορισμένη.
Στοιχείο-κλειδί για την εμπορική καταξίωση του ελληνικού λαδιού είναι λοιπόν η σωστή ενημέρωση των καταναλωτών, η οποία απαιτεί χρόνο. Επιπρόσθετα χρειάζεται η δημιουργία δομών διανομής και προώθησης σε συνδυασμό με μία στρατηγική μάρκετινγκ, η οποία θα βασίζεται στη διαφάνεια έναντι του καταναλωτή. Εξάλλου η μέση κατανάλωση ελαιολάδου στη Γερμανία παραμένει ακόμη, με 0,85 λίτρα κατά κεφαλή, σχετικά περιορισμένη.
Πηγή: DW