Η ζωή τους στην πόλη δεν ήταν αυτή που ήθελαν. Για κάποιους η επαγγελματική τους πορεία έως εκείνη τη στιγμή δεν τους γέμιζε και αποφάσισαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Για κάποιους άλλους, πάλι, η επιστροφή στην ύπαιθρο ήταν μονόδρομος. Αρκετοί είναι οι Ελληνες οι οποίοι τα τελευταία χρόνια επέστρεψαν στο χωριό για να καλλιεργήσουν τη γη, ενώ αυξάνεται το ποσοστό εκείνων που λόγω της οικονομικής κρίσης σκέφτονται σοβαρά να γίνουν αγρότες.
«Προτίμησα τη φύση. Αν και δεν είχα καταγωγή, εγκαταστάθηκα στη Λακωνία. Ενας οικογενειακός φίλος είχε αγοράσει γη στην περιοχή και μαζί ξεκινήσαμε τον ελαιώνα. Ετσι προέκυψε η ενασχόλησή μου με την ελιά, το πλέον δυναμικό, κατά τη γνώμη μου, ελληνικό προϊόν», λέει ο 32χρονος Λευτέρης, σήμερα ελαιοπαραγωγός. Οπως εξηγεί, για να πει κανείς αν έκανε καλά που έφυγε από την πόλη για την ύπαιθρο, πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο χρόνια. «Είναι πολύ δύσκολα στην αρχή, γι’ αυτό και πρέπει να μπουν προτεραιότητες και να δεις τι είναι αυτό που σε κάνει ευτυχισμένο. Επειτα από πέντε χρόνια λέω ότι δεν το μετανιώνω που έκανα αυτή την επιλογή».
Δεν το έβαλε κάτω ούτε όταν οι φωτιές στην Πελοπόννησο του έκαψαν τις 16.000 ελιές, «από τις οποίες σώσαμε μόλις 400 ρίζες. Ξαναφύτεψα 7.000 ελιές και συνεχίζω». Η παραγωγή του από τα περίπου 600 στρέμματα φτάνει στον έναν τόνο ετησίως, μόνο από τα δέντρα που δεν κάηκαν, ενώ οι πελάτες του ξεπερνούν τους 600 – το 95% είναι από την Αθήνα. «Συνειδητά επέλεξα να δίνω το ελαιόλαδο αποκλειστικά σε ιδιώτες και όχι σε καταστήματα, γι’ αυτό και δύο φορές την εβδομάδα ανεβαίνω Αθήνα και παραδίνω εγώ το λάδι. Παράλληλα έφτιαξα και το ελαιοτριβείο». Οι σπουδές και η προηγούμενη επαγγελματική του εμπειρία τον βοήθησαν, καθώς μέσω του facebook διαφήμισε το προϊόν του: «Στόχευα σε νέους ανθρώπους 25-55 ετών, οι οποίοι αγαπούν τα ελληνικά προϊόντα και τη μαγειρική».
Περιβαλλοντική συνείδηση, ανώτερη μόρφωση, διάθεση για δουλειά, πλούσιες ιδέες και συχνά – αλλά όχι απαραίτητα – νεαρή ηλικία είναι τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το προφίλ του αγρότη των επόμενων χρόνων. Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Φυτικής Παραγωγής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με εξειδίκευση στη βιολογική γεωργία, Δημήτρη Μπιλάλη, οι τελευταίες και επόμενες φουρνιές αγροτών θα έχουν τα χαρακτηριστικά του παραγωγού και όχι του καλλιεργητή, γεγονός που σημαίνει ότι θα ενδιαφέρονται περισσότερο για την ποιότητα των προϊόντων τους και λιγότερο για τη λήψη των χρημάτων μιας επιδότησης. «Δεδομένου ότι μιλάμε για αστούς, εν δυνάμει αγρότες, οι οποίοι θα βρεθούν στην ύπαιθρο, θα έχουν αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με τον αγρότη των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Θα ενδιαφέρονται για την ποιότητα της καλλιέργειάς τους, με στόχο να φτάσει το προϊόν στο ράφι του σούπερ μάρκετ, και όχι μόνο να πάρουν την επιδότηση», λέει.
Μάλιστα, όπως εξηγεί, τέσσερα είναι τα είδη των καλλιεργειών με τη μεγαλύτερη δυναμική στην Ελλάδα: τα κηπευτικά, η ελαιοκομία – αμπελουργία, τα φυτά μεγάλης καλλιέργειας – όπως σιτάρι, κριθάρι, αραβόσιτος (καλαμπόκι) -, καθώς και καινοτόμα αλλά και φαρμακευτικά φυτά, όπως το λινάρι για εργόχειρο λάδι ή για τη βιομηχανία ή σουσάμι. «Ακόμη πιο ανερχόμενα είναι τα αρωματικά φαρμακευτικά φυτά για να υποστηρίξουν τη βιομηχανία των καλλυντικών αλλά και τη βιομηχανία τροφίμων» αναφέρει ο Δημήτρης Μπιλάλης και εφιστά την προσοχή των νέων αγροτών στη διαδικασία της μεταποίησης. «Καλό θα ήταν τρεις-τέσσερις αγρότες από την ίδια περιοχή να αναλάβουν μόνοι τους τη μεταποίηση, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει γραμμική συσχέτιση ανάμεσα στην τιμή του καταναλωτή και στην τιμή του παραγωγού». Εξηγεί δε ότι μπαίνοντας ένας αγρότης στο σύστημα πιστοποιημένης ή βιολογικής γεωργίας υποχρεούται να τυποποιεί ή να συσκευάζει τα προϊόντα του. «Αυτή η μεταποίηση εξαφανίζει αμέσως τους μεσάζοντες, με αποτέλεσμα να έχουν μεγάλο οικονομικό όφελος οι παραγωγοί και χαμηλότερη τιμή οι καταναλωτές» καταλήγει.
«Προτίμησα τη φύση. Αν και δεν είχα καταγωγή, εγκαταστάθηκα στη Λακωνία. Ενας οικογενειακός φίλος είχε αγοράσει γη στην περιοχή και μαζί ξεκινήσαμε τον ελαιώνα. Ετσι προέκυψε η ενασχόλησή μου με την ελιά, το πλέον δυναμικό, κατά τη γνώμη μου, ελληνικό προϊόν», λέει ο 32χρονος Λευτέρης, σήμερα ελαιοπαραγωγός. Οπως εξηγεί, για να πει κανείς αν έκανε καλά που έφυγε από την πόλη για την ύπαιθρο, πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο χρόνια. «Είναι πολύ δύσκολα στην αρχή, γι’ αυτό και πρέπει να μπουν προτεραιότητες και να δεις τι είναι αυτό που σε κάνει ευτυχισμένο. Επειτα από πέντε χρόνια λέω ότι δεν το μετανιώνω που έκανα αυτή την επιλογή».
Δεν το έβαλε κάτω ούτε όταν οι φωτιές στην Πελοπόννησο του έκαψαν τις 16.000 ελιές, «από τις οποίες σώσαμε μόλις 400 ρίζες. Ξαναφύτεψα 7.000 ελιές και συνεχίζω». Η παραγωγή του από τα περίπου 600 στρέμματα φτάνει στον έναν τόνο ετησίως, μόνο από τα δέντρα που δεν κάηκαν, ενώ οι πελάτες του ξεπερνούν τους 600 – το 95% είναι από την Αθήνα. «Συνειδητά επέλεξα να δίνω το ελαιόλαδο αποκλειστικά σε ιδιώτες και όχι σε καταστήματα, γι’ αυτό και δύο φορές την εβδομάδα ανεβαίνω Αθήνα και παραδίνω εγώ το λάδι. Παράλληλα έφτιαξα και το ελαιοτριβείο». Οι σπουδές και η προηγούμενη επαγγελματική του εμπειρία τον βοήθησαν, καθώς μέσω του facebook διαφήμισε το προϊόν του: «Στόχευα σε νέους ανθρώπους 25-55 ετών, οι οποίοι αγαπούν τα ελληνικά προϊόντα και τη μαγειρική».
Περιβαλλοντική συνείδηση, ανώτερη μόρφωση, διάθεση για δουλειά, πλούσιες ιδέες και συχνά – αλλά όχι απαραίτητα – νεαρή ηλικία είναι τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το προφίλ του αγρότη των επόμενων χρόνων. Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Φυτικής Παραγωγής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με εξειδίκευση στη βιολογική γεωργία, Δημήτρη Μπιλάλη, οι τελευταίες και επόμενες φουρνιές αγροτών θα έχουν τα χαρακτηριστικά του παραγωγού και όχι του καλλιεργητή, γεγονός που σημαίνει ότι θα ενδιαφέρονται περισσότερο για την ποιότητα των προϊόντων τους και λιγότερο για τη λήψη των χρημάτων μιας επιδότησης. «Δεδομένου ότι μιλάμε για αστούς, εν δυνάμει αγρότες, οι οποίοι θα βρεθούν στην ύπαιθρο, θα έχουν αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με τον αγρότη των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Θα ενδιαφέρονται για την ποιότητα της καλλιέργειάς τους, με στόχο να φτάσει το προϊόν στο ράφι του σούπερ μάρκετ, και όχι μόνο να πάρουν την επιδότηση», λέει.
Μάλιστα, όπως εξηγεί, τέσσερα είναι τα είδη των καλλιεργειών με τη μεγαλύτερη δυναμική στην Ελλάδα: τα κηπευτικά, η ελαιοκομία – αμπελουργία, τα φυτά μεγάλης καλλιέργειας – όπως σιτάρι, κριθάρι, αραβόσιτος (καλαμπόκι) -, καθώς και καινοτόμα αλλά και φαρμακευτικά φυτά, όπως το λινάρι για εργόχειρο λάδι ή για τη βιομηχανία ή σουσάμι. «Ακόμη πιο ανερχόμενα είναι τα αρωματικά φαρμακευτικά φυτά για να υποστηρίξουν τη βιομηχανία των καλλυντικών αλλά και τη βιομηχανία τροφίμων» αναφέρει ο Δημήτρης Μπιλάλης και εφιστά την προσοχή των νέων αγροτών στη διαδικασία της μεταποίησης. «Καλό θα ήταν τρεις-τέσσερις αγρότες από την ίδια περιοχή να αναλάβουν μόνοι τους τη μεταποίηση, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει γραμμική συσχέτιση ανάμεσα στην τιμή του καταναλωτή και στην τιμή του παραγωγού». Εξηγεί δε ότι μπαίνοντας ένας αγρότης στο σύστημα πιστοποιημένης ή βιολογικής γεωργίας υποχρεούται να τυποποιεί ή να συσκευάζει τα προϊόντα του. «Αυτή η μεταποίηση εξαφανίζει αμέσως τους μεσάζοντες, με αποτέλεσμα να έχουν μεγάλο οικονομικό όφελος οι παραγωγοί και χαμηλότερη τιμή οι καταναλωτές» καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου